- κυρίλλειος
- -α, -οβλ. κυριλλικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυρίλλειος — κυρίλλειος, α, ο και κυριλλικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αποδίδεται στον απόστολο των Σλάβων Κύριλλο: Οι Ρώσοι έχουν το κυρίλλειο αλφάβητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Cyril of Alexandria — Saint Cyril of Alexandria St Cyril I, the 24th Pope of Alexandria The Pillar of Faith; Bishop, Confessor and Doctor of the Church Born c. 376 Died … Wikipedia